Καθώς η περιφέρεια μέσης των Ευρωπαίων συνεχίζει να «διαστέλλεται», η έρευνα σχετικά με τη βέλτιστη διατροφή για την απώλεια βάρους και τη διατήρηση της σιλουέτας συνεχίζεται. Όπως σε όλους τους τομείς της έρευνας, οι ιδέες εξελίσσονται και αναπτύσσονται με εκπληκτικούς τρόπους, συχνά προκλητικούς για την αποδεκτή γνώση. Εδώ παρατίθενται μερικές από τις πρόσφατες εξελίξεις στην έρευνα παχυσαρκίας.

Στο παρελθόν, που οι άνθρωποι κατανάλωναν πολλές θερμίδες στις καθημερινές δουλειές τους, ήταν δυνατό να κατανάλωναν μια δίαιτα με οποιουδήποτε λίγο-πολύ διατροφικού προφίλ και να παρέμεναν αδύνατοι. Το πρόβλημα σήμερα είναι ότι πολλοί άνθρωποι διάγουν σε μεγάλο βαθμό καθιστική ζωή, ώστε είναι πιθανό να τρώνε περισσότερο χωρίς να καταναλώνουν αντιστοίχως μεγάλη ποσότητα τροφίμων. Για παράδειγμα, είναι εύκολο να ετοιμαστούν νόστιμα, χορταστικά γεύματα για ένα δραστήριο άτομο που χρειάζεται περίπου 2.500 θερμίδες ημερησίως. Είναι, όμως, πολύ δυσκολότερο να προετοιμαστούν νόστιμα, χορταστικά γεύματα για κάποιον που χρειάζεται μόνο 1.800 θερμίδες ημερησίως. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι επιστήμονες εστιάζουν στο να ανακαλύψουν πώς να αυξήσουν τη δύναμη κορεσμού της δίαιτας- έτσι ώστε οι άνθρωποι να χορταίνουν με λιγότερες θερμίδες.

Συνεπώς, πώς μπορεί η διατροφή να γίνει πιο χορταστική; Οι κύριοι τομείς που τίθενται υπό συζήτηση είναι οι εξής:

Ο γλυκαιμικός δείκτης 

Ο γλυκαιμικός δείκτης (ΓΔ) έχει χρησιμοποιηθεί εδώ και κάποια χρόνια ως εργαλείο για να αξιολογηθεί το πόσο γρήγορα πέπτονται και απορροφώνται τα υδατανθρακούχα τρόφιμα στο σώμα. Οι αργά πεπτόμενοι υδατάνθρακες έχουν χαμηλό ΓΔ και θεωρούνται περισσότερο «χορταστικοί», ενώ οι γρήγορα πεπτόμενοι υδατάνθρακες έχουν υψηλό ΓΔ και θεωρούνται λιγότερο «χορταστικοί». Εντούτοις, στην πραγματική ζωή οι άνθρωποι καταναλώνουν τρόφιμα ως μέρος ενός γεύματος και σπάνια μόνα τους. Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι ο ΓΔ προβλέπει, με λογική ακρίβεια, τη σχετική αντίδραση της γλυκόζης αίματος σε μεικτά γεύματα της ίδιας σύνθεσης αλλά αποτελούμενα από διαφορετικά υδατανθρακούχα τρόφιμα (1). Ωστόσο, νέα στοιχεία αμφισβητούν αυτήν την άποψη και προτείνουν ότι, όταν καταναλώνεται ένα γεύμα, δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ του ΓΔ των μεμονωμένων τροφίμων και της γενικής επίδρασης του γεύματος στο σώμα (2). Παραδείγματος χάριν, η προσθήκη μικρής ποσότητας λίπους αναστέλλει την εκκένωση του στομάχου και επιβραδύνει την πέψη εντυπωσιακά. Ίσως ο ΓΔ να μην είναι ένας καλός τρόπος να ταξινομηθούν οι επιπτώσεις των υδατανθράκων στην πείνα και τον κορεσμό.

Η αναλογία θρεπτικών συστατικών

Η αναλογία του λίπους, των υδατανθράκων και της πρωτεΐνης στη δίαιτα είναι ένας άλλος μεγάλος τομέας συζήτησης. Μία από τις μεγαλύτερες πολυκεντρικές μελέτες στην Ευρώπη διαπίστωσε ότι, σε συνθήκες καθημερινής ζωής, τα υπέρβαρα άτομα που έτρωγαν όσο ήθελαν σε μια δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε λίπος και υψηλής σε υδατάνθρακες, έχασαν βάρος χωρίς ιδιαίτερο κόπο (3). Το εάν το μερίδιο των υδατανθράκων της δίαιτας προερχόταν από το άμυλο ή τη ζάχαρη δεν ήταν σημαντικό γεγονός – όλοι έχασαν βάρος. Αλλά τι ισχύει για την πρωτεΐνη;

Μετά τη δίαιτα Atkins, στο προσκήνιο ήρθε ο ρόλος της πρωτεΐνης. Η πρωτεΐνη είναι γνωστό ότι ενεργεί γρήγορα και ισχυρά για να αναστείλει την πείνα (4), αλλά οι τρέχουσες υποδείξεις για τον έλεγχο του βάρους συστήνουν μια διατροφή μέτρια σε πρωτεΐνη, χαμηλή σε λίπος και πλούσια σε υδατάνθρακες (4). Για τα δραστήρια άτομα, μια δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες ίσως να είναι ιδανική, επειδή οι υδατάνθρακες είναι το καύσιμο επιλογής για τους δραστήριους μυς, αλλά και για τα άτομα που διάγουν πιο καθιστική ζωή, μια δίαιτα όπου μερικοί από τους υδατάνθρακες αντικαθίστανται από πρωτεΐνη (αλλά όχι στο επίπεδο της διατροφής Atkins) μπορεί να έχει μεγαλύτερη επιτυχία (5). Για να ανακαλύψουμε εάν ισχύει κάτι τέτοιο, σχεδιάζεται ένα νέο ερευνητικό πρόγραμμα μεγάλης κλίμακας από την ΕΕ, το οποίο θα συγκρίνει τις δίαιτες  αδυνατίσματος με χαμηλή και υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη.

Συνεπώς, σε ποιες συστάσεις μπορούμε να στηριχθούμε;

Γενικά, όλοι συμφωνούν ότι θα ήταν πολύ ευκολότερο για τον καθένα να παραμείνει αδύνατος αν ήταν και πιο δραστήριος. Για να το πετύχουμε αυτό, δεν χρειάζεται να πηγαίνουμε στο γυμναστήριο ή για τρέξιμο κάθε πρωί, αλλά να εντάξουμε απλώς κάποια δραστηριότητα, όπως το περπάτημα ή το ποδήλατο στην καθημερινή μας ζωή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένα άτομο μπορεί να απολαύσει περισσότερες θερμίδες χωρίς να πάρει κιλά. Μια χαμηλής περιεκτικότητας σε λίπος δίαιτα θεωρείται ακόμα η καλύτερη συμβουλή, παράλληλα με την έμφαση στο μέτρο, την ποικιλία και την κατανάλωση αρκετών φρούτων, λαχανικών, ισχνού κρέατος, δημητριακών ολικής αλέσεως και γαλακτοκομικών προϊόντων χαμηλής περιεκτικότητας σε λίπος.

 

 

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

FAO/WHO (1998) Food and nutrition paper 66. Carbohydrates in Human Nutrition. Rome
Flint A, Moller BK, Raben A, et al (2004) The use of glycaemic index tables to predict glycaemic index of composite breakfast meals. British Journal of Nutrition 2004 91:979-89
Saris WHM, Astrup A, Prentice AM et al (2000) Randomised controlled trial of changes in dietary carbohydrate/fat ratio and simple vs complex carbohydrate on body weight and blood lipids. International Journal of Obesity 24:1310-1318
World Health Organisation (1997) Obesity; preventing and managing a global epidemic. Geneva
Skov AR, Toubro S, Rønn B, Holm L, Astrup A. (1999) Randomized trial on protein versus carbohydrate in ad libitum fat reduced diet for the treatment of obesity. International Journal of Obesity 23:528-536.

Πηγή: eufic.org